κονία — κονίᾱ , κόνιος dusty fem nom/voc/acc dual κονίᾱ , κόνιος dusty fem nom/voc sg (attic doric aeolic) κονίᾱ , κονία dust fem nom/voc/acc dual (epic ionic) κονίᾱ , κονία dust fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) κονίᾱ , κονιάω plaster… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονίᾳ — κονίᾱͅ , κόνιος dusty fem dat sg (attic doric aeolic) κονίαι , κονία dust fem nom/voc pl (epic ionic) κονίᾱͅ , κονία dust fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονία — η (ΑM κονία, Α επικ. τ. κονίη) [κόνις] αλισίβα, σταχτόνερο νεοελλ. 1. η συνδετική ύλη που χρησιμοποιείται για την παρασκευή τών κονιαμάτων 2. το επίχρισμα των τοίχων, αμμοκονία, σοβάς μσν. αρχ. τέφρα, στάχτη αρχ. 1. σκόνη, κονιορτός («ποδῶν δ… … Dictionary of Greek
κονία — η 1. το πρώτο επίχρισμα οικοδομής από λάσπη. 2. τσιμέντο. 3. συνδετική ουσία των κονιαμάτων. 4. η στάχτη που χρησιμοποιόταν για την πλύση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κονίας — κονίᾱς , κόνιος dusty fem acc pl κονίᾱς , κόνιος dusty fem gen sg (attic doric aeolic) κονίᾱς , κονία dust fem acc pl (epic ionic) κονίᾱς , κονία dust fem gen sg (attic epic doric ionic aeolic) κονίᾱς , κονιάω plaster with lime imperf ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονιάσας — κονιά̱σᾱς , κονιάω plaster with lime pres part act fem acc pl (doric) κονιά̱σᾱς , κονιάω plaster with lime pres part act fem gen sg (doric) κονιά̱σᾱς , κονιάω plaster with lime aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic) κονιά̱σᾱς … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονίαν — κονίᾱν , κόνιος dusty fem acc sg (attic doric aeolic) κονίᾱν , κονία dust fem acc sg (attic epic doric ionic aeolic) κονίᾱν , κονιάω plaster with lime imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κονίᾱν , κονιάω plaster with lime imperf ind act 1st… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονίαι — κονίᾱͅ , κόνιος dusty fem dat sg (attic doric aeolic) κονία dust fem nom/voc pl (epic ionic) κονίᾱͅ , κονία dust fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονιάσαι — κονιά̱σᾱͅ , κονιάω plaster with lime pres part act fem dat sg (doric) κονιά̱σαῑ , κονιάω plaster with lime aor opt act 3rd sg (attic doric) κονιά̱σᾱͅ , κονιάζω to be sprinkled with ashes fut part act fem dat sg (doric) κονιάζω to be sprinkled… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονιάσουσιν — κονιά̱σουσιν , κονιάω plaster with lime aor subj act 3rd pl (attic epic doric) κονιά̱σουσιν , κονιάω plaster with lime fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κονιά̱σουσιν , κονιάω plaster with lime fut ind act 3rd pl (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονιάσαντα — κονιά̱σαντα , κονιάω plaster with lime aor part act neut nom/voc/acc pl (attic doric) κονιά̱σαντα , κονιάω plaster with lime aor part act masc acc sg (attic doric) κονιάζω to be sprinkled with ashes aor part act neut nom/voc/acc pl κονιάζω to be… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)