κονια

κονια
    κονία
    κονίᾱ
    эп.-ион. κονίη (ῐ, нов трехсложных формах и в арсисе последней стопы у Hom.) ἥ тж. pl.
    1) пыль, песок, прах
    

(ὦρτο κ. ἐκ πεδίου Hom.; πεσεῖν ἐν κονίῃσι Hom., Hes.)

    2) пепел, зола
    

(καθέζετο ἐπ΄ ἐσχάρῃ ἐν κονίῃσιν, sc. Ὀδυσσεύς Hom.)

    3) щелок
    

(κ. γίνεται ὕδατος εἰς τέφραν ἐμπεσόντος Plut.)

    λοῦσαι ἄνευ κονίας Arph. — мыть без щелока, перен. без затруднений


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κονια" в других словарях:

  • κονία — κονίᾱ , κόνιος dusty fem nom/voc/acc dual κονίᾱ , κόνιος dusty fem nom/voc sg (attic doric aeolic) κονίᾱ , κονία dust fem nom/voc/acc dual (epic ionic) κονίᾱ , κονία dust fem nom/voc sg (attic epic doric ionic aeolic) κονίᾱ , κονιάω plaster… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονίᾳ — κονίᾱͅ , κόνιος dusty fem dat sg (attic doric aeolic) κονίαι , κονία dust fem nom/voc pl (epic ionic) κονίᾱͅ , κονία dust fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονία — η (ΑM κονία, Α επικ. τ. κονίη) [κόνις] αλισίβα, σταχτόνερο νεοελλ. 1. η συνδετική ύλη που χρησιμοποιείται για την παρασκευή τών κονιαμάτων 2. το επίχρισμα των τοίχων, αμμοκονία, σοβάς μσν. αρχ. τέφρα, στάχτη αρχ. 1. σκόνη, κονιορτός («ποδῶν δ… …   Dictionary of Greek

  • κονία — η 1. το πρώτο επίχρισμα οικοδομής από λάσπη. 2. τσιμέντο. 3. συνδετική ουσία των κονιαμάτων. 4. η στάχτη που χρησιμοποιόταν για την πλύση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κονίας — κονίᾱς , κόνιος dusty fem acc pl κονίᾱς , κόνιος dusty fem gen sg (attic doric aeolic) κονίᾱς , κονία dust fem acc pl (epic ionic) κονίᾱς , κονία dust fem gen sg (attic epic doric ionic aeolic) κονίᾱς , κονιάω plaster with lime imperf ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονιάσας — κονιά̱σᾱς , κονιάω plaster with lime pres part act fem acc pl (doric) κονιά̱σᾱς , κονιάω plaster with lime pres part act fem gen sg (doric) κονιά̱σᾱς , κονιάω plaster with lime aor part act masc nom/voc sg (attic epic doric ionic) κονιά̱σᾱς …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονίαν — κονίᾱν , κόνιος dusty fem acc sg (attic doric aeolic) κονίᾱν , κονία dust fem acc sg (attic epic doric ionic aeolic) κονίᾱν , κονιάω plaster with lime imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) κονίᾱν , κονιάω plaster with lime imperf ind act 1st… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονίαι — κονίᾱͅ , κόνιος dusty fem dat sg (attic doric aeolic) κονία dust fem nom/voc pl (epic ionic) κονίᾱͅ , κονία dust fem dat sg (attic epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονιάσαι — κονιά̱σᾱͅ , κονιάω plaster with lime pres part act fem dat sg (doric) κονιά̱σαῑ , κονιάω plaster with lime aor opt act 3rd sg (attic doric) κονιά̱σᾱͅ , κονιάζω to be sprinkled with ashes fut part act fem dat sg (doric) κονιάζω to be sprinkled… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονιάσουσιν — κονιά̱σουσιν , κονιάω plaster with lime aor subj act 3rd pl (attic epic doric) κονιά̱σουσιν , κονιάω plaster with lime fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) κονιά̱σουσιν , κονιάω plaster with lime fut ind act 3rd pl (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κονιάσαντα — κονιά̱σαντα , κονιάω plaster with lime aor part act neut nom/voc/acc pl (attic doric) κονιά̱σαντα , κονιάω plaster with lime aor part act masc acc sg (attic doric) κονιάζω to be sprinkled with ashes aor part act neut nom/voc/acc pl κονιάζω to be… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»